- χαλαίρυπος
- ὁ, Α1. νερό με ξέπλυμα από μπουγάδα2. θολό και βρόμικο νερό3. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τῶν πλυνομένων ἱματίων ῥύπος».[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλαι- (για τη μορφή βλ. λ. χαλώ) + ῥύπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλαίρυπος — suds in which clothes have been washed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)